παραξηλώνω

παραξηλώνω
παραξήλωσα, παραξηλώθηκα, παραξηλωμένος
1. ξηλώνω κάτι υπερβολικά.
2. μτφ., ξεπερνώ τα όρια, το παρακάνω: Σου είπα να παίξεις λίγη ώρα μα εσύ το παραξήλωσες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραξηλώνω — 1. ξηλώνω κάτι πάρα πολύ 2. φρ. «τό παραξηλώνω» ξεπερνώ τα όρια, τό παρακάνω, κάνω κατάχρηση …   Dictionary of Greek

  • παραξηλώνω — [το] παραξηλώνω, παραξήλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραξεκοντακιάζω — 1. υπερβαίνω τα επιτρεπόμενα όρια 2. φρ. «τό παραξεκοντακιάζω» τό παρακάνω, τό παραξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξεκοντακιάζω «ωθώ τα πράγματα πέρα από τα επιτρεπτά όρια, τό παρακάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”